- θρομβοειδής
- -ές (ΑΜ θρομβοειδής, -ές)θρομβώδηςμσν.(για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + -ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο-ειδής, ρομβο-ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < thrombo-(πρβλ. θρόμβος) + -id (πρβλ. -ειδής < είδος)].
Dictionary of Greek. 2013.